- προοπτικός
- [прооптикос] εκ. перспективный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προοπτικός — ή, ό / προοπτικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική 2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες τής προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο») 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική 4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός (ανατ.)… … Dictionary of Greek
προοπτικῶν — προοπτικός of fem gen pl προοπτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοπτικόν — προοπτικός of masc acc sg προοπτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοπτικά — Ν επίρρ. βλ. προοπτικός … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
προοπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προοπτικού, το να έχει κανείς ή κάτι προοπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < προοπτικός Η λ., στον λόγιο τ. προοπτικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
προοπτικώς — Ν επίρρ. βλ. προοπτικός … Dictionary of Greek